"Οι Άθλιοι - Victor Hugo - Ανάλυση Χαρακτήρων - Ο Αμείλικτος Ιαβέρης (Javert).
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι ''Άθλιοι" είναι ένα κράμα από διαφορετικές προσωπικότητες και ανθρώπους όλων των ειδών. Στα περισσότερα λογοτεχνικά έργα υπάρχει ο "καλός" και ο "κακός" ή ο ανταγωνιστής, που με κάποιο δόλιο σχέδιο πάντα παρεμποδίζει την αρμονική έκβαση των εκάστοτε ιστοριών. Έτσι και στους "Άθλιους" έχουμε τον Ιαβέρη (Javert). O Ιαβέρης είναι αυτός που πάντα θα ταλαιπωρεί τον πρωταγωνιστή μας Γιάννη Αγιάννη και θα τον ακολουθεί σαν τη σκιά του. Όταν ο Αγιάννης θα προσπαθεί να κατασταλάξει, ο Ιαβέρης πάντα θα τρέχει πίσω του να του θυμίζει τα λάθη του παρελθόντος και να τον καταδικάζει για αυτά. Ο Ιαβέρης όμως είναι η πιο αινιγματική φιγούρα στο μυθιστόρημα. Για την αινιγματικότητα αυτή κρύβεται μια συγκινητική ιστορία όμως που θα τον οδηγήσει και στην καταδίκη του.
Ο Ιαβέρης στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται ως ένα αμείλικτο ον. Είναι ο εκπρόσωπος του νόμου, τον οποίο φροντίζει και επιθυμεί να επιβάλλει με κάθε κόστος, καθώς πιστεύει πως τα όρια και ο νόμος καθορίζουν την ενάρετη ή μη ζωή των ανθρώπων. Όσοι δεν ακολουθούν τον νόμο είναι τα μιάσματα της κοινωνίας και απειλούν την ευδαιμονία της. Όσοι αποστρέφονται την δικαιοσύνη για εκείνον είναι αχρείοι και ανάξιοι σε όποια κοινωνική ομάδα και να ανήκουν, είτε είναι παιδιά, είτε γυναίκες, είτε άνδρες. Είναι κατά προσέγγιση η προσωποποίηση του νόμου με την καταπιεστική και φορτική μορφή του. Μέλημα του είναι να επικρατεί τάξη και δικαιοσύνη οδηγώντας σε μια ιδανικά πλασμένη κοινωνία. Η δικαιοσύνη που επιθυμεί διακαώς να επιβάλλει έχει ως στόχο την εξυγίανση, πρωτίστως του ιδίου και ύστερα του κοινωνικού συνόλου. Σε αυτό θα σταθούμε αργότερα. Προς το παρόν ας κρατήσουμε στον νου μας ότι ο Ιαβέρης ήταν ένας επιθεωρητής δηλαδή ένας αστυνομικός.
ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΓΙΑΝΝΗ ΑΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ
Οι δύο χαρακτήρες μας συναντιούνται για πρώτη φορά στην φυλακή της Τουλόν που υπηρετούσε ο Γιάννης Αγιάννης μετά από καταδικασμό σε 19 έτη φυλάκισης εξαιτίας επανειλημμένων προσπαθειών του για απόδραση. Ο Ιαβέρης ήταν φύλακας σε αυτές τις φυλακές. Εκεί έιχε μια συντομότατη συζήτηση με τον Αγιάννη και οι δύο δεν ξανασυναντήθηκαν. Οι δρόμοι τους διασταυρώνονται και πάλι στην Μοντρέιγ όταν ο Αγιάννης, ο οποίος πλέον λεγόταν κύριος Μαγδαληνής, εκτελούσε δήμαρχος τηε πόλης. Ο Ιαβέρης αποτελούσε την αρχή του τόπου. Σε μια συνάντηση τους ο Ιαβέρης τον αναγνώρισε και ξεκίνησε αμέσως συστηματική έρευνα ώστε να τον αποκαλύψει.
Στην περίπτωση της Φαντίνας, υπάρχει και πάλι αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο χαρακτήρων. Ο Ιαβέρης έπειτα από περίπολο την νύχτα στους δρόμους της πόλης συλλαμβάνει την Φαντίνα, η οποία εξέδιδε το κορμί της ώστε να εξασφαλίσει φαγητό για την ίδια και την κόρη της αφού έχασε τη δουλειά της στο εργοστάσιο του Γιάννη Αγιάννη. Η Φαντίνα οδηγείται στη φυλακή. Οι δύο άνδρες φιλονικούν έντονα σχετικά με το ποιο θα έπρεπε να είναι το μέλλον της Φαντίνας. Ο Ιαβέρης φυσικά της συμπεριφέρεται σαν να είναι ένα απόβρασμα. Ο Αγιάννης κάθε άλλο. Η διαφορετική διάσταση των χαρακτήρων φαίνεται καθαρά εδώ. Ο Ιαβέρης είναι αλύγιστος και ο Αγιάννης είναι συμπονετικός, καθώς έχει βρεθεί σε άθλια κατάσταση στο παρελθόν, όπως είναι τώρα η Φαντίνα.
Ο Ιαβέρης εν τέλει ανακαλύπτει το εγκληματικό μητρώο του Γιάννη Αγιάννη και ξεκινάει την καταδίωξη του Αγιάννη. Κυριολεκτικά γίνεται η σκιά του. Είναι πεπεισμένος ότι είναι ένας στυγερός εγκληματίας που έχει μέσα του εμφυτευμένο τον σπόρο του κακού και η αποστολή του στην κοινωνία είναι να την αναταράξει και να υπονομεύει την εξουσία. Η εμμονή του στο να πατάξει το κάθε ίχνος "βρωμιάς" γίνεται αυτοσκοπός για τον Ιαβέρη. Στο πρόσωπο του Αγιάννη βρίσκεται ένα συνονθύλευμα εγκληματικότητας και ανομίας το οποίο πρέπει να πατάξει όπωσδήποτε.
Έκτοτε ο Αγιάννης καταδιώκεται από τον Ιαβέρη. Όπου και να βρεθεί ο Ιαβέρης ακολουθεί. Όταν μετακομίζει στο Παρίσι με την κόρη της Φαντίνας, Τιτίκα, την οποία έχει υπό την προστασία του, ο Ιαβέρης έχει μόλις πάρει μετάθεση εκεί. Οι δύο ήρωες μπλέκονται και πάλι σε ένα ατέρμονο κυνηγητό και ο Ιαβέρης καταδιώκει τον Αγιάννη με ακόμα περισσότερη μανία. Ο ζήλος που ο Ιαβέρης επιδεικνύει δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια εμμονή. Δεν τον ενδιαφέρει τόσο η προσωπική επαγγελματική επιτυχία όσο να εξαλείψει από τον τόπο κάθε σημάδι ανομίας. Το κυνηγητό μπαίνει σε μια παύση όταν ο Ιαβέρης στρέφεται προς την επαναστατική ομάδα της ΑΒ όπου συμμετέχουν ο Ενζολωράς και ο Μάριος Πομερσί. Οι αστυνομικές δυνάμεις είναι σε επιφυλακή για επαναστατικά ξεσπάσματα στους δρόμους του Παρισιού στην δημόσια πομπή της κηδείας του Στρατηγού Λαμάρκ, σημαντικότατου προσώπου της Γαλλικής Επανάστασης. Η καταλυτική στιγμή για το χαρακτήρα του Ιαβέρη έρχεται στο μεγάλο οδόφραγμα που πολεμούν ο Μάριος και τα λοιπά μέλη της ομάδας. Ο Ιαβέρης καταφθάνει εκεί με περίπολο προκειμένου να σταματήσει τις επιθέσεις. Όμως αυτό που θα αντικρίσει θα διαταράξει την προσωπικότητά του και ο Ουγκώ μας παραθέτει την πλήρη εξήγηση για τον ψυχολογικό μηχανισμό του Ιαβέρη.
Η ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΒΕΡΗ
Ο Ουγκώ μας παραθέτει στο χαρακτήρα του Ιαβέρη το πρόσωπο της δικαιοσύνης και του νόμου που ήταν ιδιαίτερα σκληρά την εποχή που γράφονται οι Άθλιοι, καθώς η Ευρώπη είναι σε επαναστατικό αναβρασμό. Για κάθε ήρωα μας παραθέτει τους λόγους που οδηγήθηκαν σε συγκεκριμένες αποφάσεις και φυσικά τις καταστάσεις που έχουν διαμορφώσει τους χαρακτήρες τους. Έτσι λοιπόν και ο Ιαβέρης δεν έχει κάποια αψυχολόγητη συμπεριφορά. Η εμμονή του να εξαλείψει απολύτως κάθε απόβρασμα της κοινωνίας έγκειται στα δικά του σκληρά και "παράνομα" παιδικά χρόνια. Όπως ο ίδιος παραδέχεται μέσα στο μυθιστόρημα ήταν γιος μιας ιεροδούλου ενώ ο πατέρας του ήταν ένας μέθυσος ο οποίος τους εγκατέλειψε. Εκείνος μεγάλωσε μέσα στην βρώμικη κοινωνία και βίωσε τις αθλιότερες καταστάσεις σε τέτοιο βαθμό που αναφέρει πως ακολούθησε το επάγγελμα του αστυνομικού ακριβώς για αυτό το λόγο, για να μην ξαναζήσει τέτοιες καταστάσεις και για να εξαφανίσει μια για πάντα τους βρώμικους ανθρώπους. Ο Ιαβέρης φυσικά πιστεύει ότι κάθε άθλιος, πένητας ή οτιδήποτε άλλο έφτασε στη θέση αυτή εξ ολοκλήρου και μόνο από δικούς του λάθος χειρισμούς και ότι δεν συνέβαλλαν σε αυτό σημεία των καιρών. Ο αλύγιστος αυτός άνθρωπος όμως φτάνει στο αδιέξοδο όταν βλέπει πως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και αυτό φυσικά το βλέπει στον Γιάννη Αγιάννη.
Στο Μεγάλο Οδόφραγμα που είχε κατασκευάσει η ΑΒ στην οδό Σεν-Ντενί, ο Ιαβέρης καταφθάνει και ο μικρός Γαβριάς τον αναγνωρίζει ως αστυνομικό και επομένως εχθρό τους. Οι επαναστάτες πέφτουν πάνω του και τον φυλακίζουν οδηγώντας τον στο ορμητήριό τους. Εκεί αργότερα καταφτάνει ο Αγιάννης με τον Μάριο. Οι επαναστάτες επιθυμούν να σκοτώσουν τον Ιαβέρη πάση θυσία. Εδώ επεμβαίνει ο Αγιάννης και λέει ότι σε αντάλλαγμα για την προστασία που παρείχε στο οδόφραγμα, θέλει να αφήσουν σε εκείνον να σκοτώσει τον Ιαβέρη. Ο Αγιάννης οδηγεί τον Ιαβέρη σε έναν απομονομένο παράδρομο και τον απελευθερώνει από τα δεσμά του και του λέει να τρέξει. Επίσης του δίνει την διεύθυνσή του για να έρθει επιτέλους να τον συλλάβει καθώς και ο ίδιος είχε κουραστεί να τρέχει συνέχεια μακρυά του. Προκειμένου να πείσει τους επαναστάτες ότι ο Ιαβέρης είναι νεκρός πυροβολεί στον αέρα και αφού αφήνει τον Ιαβέρη τρέχει πίσω στους επαναστάτες και τους πληροφορεί πως ο αστυνομικός είναι νεκρός. Ύστερα ρίχνεται με μανία στον αγώνα με στόχο του μόνο να προστατεύσει τον Μάριο και όταν εκείνος τραυματίζεται τον φυγαδεύει στους υπονόμους του Παρισιού. Όταν επιτυχώς βγαίνει στην επιφάνεια, βρίσκει τον Ιαβέρη να περιμένει να τον συλλάβει. Ο Αγιάννης δηλώνει έτοιμος να παραδωθεί αλλά πρώτα παρακαλεί τον Ιαβέρη να μεταφέρουν τον βαριά τραυματισμένο Μάριο σε ένα ασφαλές μέρος, πράγμα που ο Ιαβέρης πραγματοποιεί. Αφού φτάνουν στο σπίτι του Αγιάννη, ο Ιαβέρης του λέει πως θα περιμένει τον Αγιάννη να αφήσει τον Μάριο και να γυρίσει πίσω. Όμως όταν ο Αγιάννης επιστρέφει ο Ιαβέρης έχει φύγει.
Η ψυχοσύνθεση του Ιαβέρη κλονίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό μετά από αυτή την πράξη του Αγιάννη που ενώ είχε την ευκαιρία να τον σκοτώσει που τον καταδίωκε πάντα, εκείνος του χάρισε τη ζωή και τον φυγάδευσε. Ο Ιαβέρης τριγυρνάει στους δρόμους συνειδητοποιώντας πως ο Αγιάννης δεν είναι ο φοβερός εγκληματίας που είχε πλάσει στο μυαλό του. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως κάποιος οδηγείται σε ακραίες λύσεις εξαιτίας των καταστάσεων και όχι ηθελημένα επειδή έχει γεννηθεί κακός και αυτή είναι η πραγματική του φύση ότι και να κάνει. Οδηγείται στο δίλημμα ότι δεν μπορείς να δρα κανείς νόμιμα χωρίς να δρα ανήθικα και το αντίθετο. Αν συλλάμβανε τον Αγιάννη θα ήταν νόμιμο αλλά επειδή τον έσωσε δεν θα ήταν σωστό ηθικά. Καταλαβαίνει ότι το νόμιμο δεν είναι πάντα ηθικό. Όλα όσα πάντα πίστευε τώρα καταρρέουν μπροστά του. Ανακαλύπτει ότι η ηθική του τόσα χρόνια δεν ήταν σωστή και ότι είχε φοβερά ελαττώματα, ότι δρούσε δηλαδή πάνω σε κάτι ψεύτικο. Μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει όλο αυτό το ψέμα πάνω στο οποίο ζούσε τόσα χρόνια και έχοντας βασίσει ολή του τη ζωή αφενός σε μια λάθος ηθική αφετέρου στο κυνήγι ενός εν τέλει αθώου, αυτοκτονεί πέφτοντας στον Σηκουάνα. Ο Αγιάννης ήταν πια ελεύθερος.
Η ΕΣΦΑΛΜΕΝΗ ΗΘΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΙΑΒΕΡΗ
Ο Ουγκώ μας παραθέτει στο χαρακτήρα του Ιαβέρη το πρόσωπο της δικαιοσύνης και του νόμου που ήταν ιδιαίτερα σκληρά την εποχή που γράφονται οι Άθλιοι, καθώς η Ευρώπη είναι σε επαναστατικό αναβρασμό. Για κάθε ήρωα μας παραθέτει τους λόγους που οδηγήθηκαν σε συγκεκριμένες αποφάσεις και φυσικά τις καταστάσεις που έχουν διαμορφώσει τους χαρακτήρες τους. Έτσι λοιπόν και ο Ιαβέρης δεν έχει κάποια αψυχολόγητη συμπεριφορά. Η εμμονή του να εξαλείψει απολύτως κάθε απόβρασμα της κοινωνίας έγκειται στα δικά του σκληρά και "παράνομα" παιδικά χρόνια. Όπως ο ίδιος παραδέχεται μέσα στο μυθιστόρημα ήταν γιος μιας ιεροδούλου ενώ ο πατέρας του ήταν ένας μέθυσος ο οποίος τους εγκατέλειψε. Εκείνος μεγάλωσε μέσα στην βρώμικη κοινωνία και βίωσε τις αθλιότερες καταστάσεις σε τέτοιο βαθμό που αναφέρει πως ακολούθησε το επάγγελμα του αστυνομικού ακριβώς για αυτό το λόγο, για να μην ξαναζήσει τέτοιες καταστάσεις και για να εξαφανίσει μια για πάντα τους βρώμικους ανθρώπους. Ο Ιαβέρης φυσικά πιστεύει ότι κάθε άθλιος, πένητας ή οτιδήποτε άλλο έφτασε στη θέση αυτή εξ ολοκλήρου και μόνο από δικούς του λάθος χειρισμούς και ότι δεν συνέβαλλαν σε αυτό σημεία των καιρών. Ο αλύγιστος αυτός άνθρωπος όμως φτάνει στο αδιέξοδο όταν βλέπει πως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και αυτό φυσικά το βλέπει στον Γιάννη Αγιάννη.
Στο Μεγάλο Οδόφραγμα που είχε κατασκευάσει η ΑΒ στην οδό Σεν-Ντενί, ο Ιαβέρης καταφθάνει και ο μικρός Γαβριάς τον αναγνωρίζει ως αστυνομικό και επομένως εχθρό τους. Οι επαναστάτες πέφτουν πάνω του και τον φυλακίζουν οδηγώντας τον στο ορμητήριό τους. Εκεί αργότερα καταφτάνει ο Αγιάννης με τον Μάριο. Οι επαναστάτες επιθυμούν να σκοτώσουν τον Ιαβέρη πάση θυσία. Εδώ επεμβαίνει ο Αγιάννης και λέει ότι σε αντάλλαγμα για την προστασία που παρείχε στο οδόφραγμα, θέλει να αφήσουν σε εκείνον να σκοτώσει τον Ιαβέρη. Ο Αγιάννης οδηγεί τον Ιαβέρη σε έναν απομονομένο παράδρομο και τον απελευθερώνει από τα δεσμά του και του λέει να τρέξει. Επίσης του δίνει την διεύθυνσή του για να έρθει επιτέλους να τον συλλάβει καθώς και ο ίδιος είχε κουραστεί να τρέχει συνέχεια μακρυά του. Προκειμένου να πείσει τους επαναστάτες ότι ο Ιαβέρης είναι νεκρός πυροβολεί στον αέρα και αφού αφήνει τον Ιαβέρη τρέχει πίσω στους επαναστάτες και τους πληροφορεί πως ο αστυνομικός είναι νεκρός. Ύστερα ρίχνεται με μανία στον αγώνα με στόχο του μόνο να προστατεύσει τον Μάριο και όταν εκείνος τραυματίζεται τον φυγαδεύει στους υπονόμους του Παρισιού. Όταν επιτυχώς βγαίνει στην επιφάνεια, βρίσκει τον Ιαβέρη να περιμένει να τον συλλάβει. Ο Αγιάννης δηλώνει έτοιμος να παραδωθεί αλλά πρώτα παρακαλεί τον Ιαβέρη να μεταφέρουν τον βαριά τραυματισμένο Μάριο σε ένα ασφαλές μέρος, πράγμα που ο Ιαβέρης πραγματοποιεί. Αφού φτάνουν στο σπίτι του Αγιάννη, ο Ιαβέρης του λέει πως θα περιμένει τον Αγιάννη να αφήσει τον Μάριο και να γυρίσει πίσω. Όμως όταν ο Αγιάννης επιστρέφει ο Ιαβέρης έχει φύγει.
Η ψυχοσύνθεση του Ιαβέρη κλονίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό μετά από αυτή την πράξη του Αγιάννη που ενώ είχε την ευκαιρία να τον σκοτώσει που τον καταδίωκε πάντα, εκείνος του χάρισε τη ζωή και τον φυγάδευσε. Ο Ιαβέρης τριγυρνάει στους δρόμους συνειδητοποιώντας πως ο Αγιάννης δεν είναι ο φοβερός εγκληματίας που είχε πλάσει στο μυαλό του. Για πρώτη φορά συνειδητοποιεί πως κάποιος οδηγείται σε ακραίες λύσεις εξαιτίας των καταστάσεων και όχι ηθελημένα επειδή έχει γεννηθεί κακός και αυτή είναι η πραγματική του φύση ότι και να κάνει. Οδηγείται στο δίλημμα ότι δεν μπορείς να δρα κανείς νόμιμα χωρίς να δρα ανήθικα και το αντίθετο. Αν συλλάμβανε τον Αγιάννη θα ήταν νόμιμο αλλά επειδή τον έσωσε δεν θα ήταν σωστό ηθικά. Καταλαβαίνει ότι το νόμιμο δεν είναι πάντα ηθικό. Όλα όσα πάντα πίστευε τώρα καταρρέουν μπροστά του. Ανακαλύπτει ότι η ηθική του τόσα χρόνια δεν ήταν σωστή και ότι είχε φοβερά ελαττώματα, ότι δρούσε δηλαδή πάνω σε κάτι ψεύτικο. Μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει όλο αυτό το ψέμα πάνω στο οποίο ζούσε τόσα χρόνια και έχοντας βασίσει ολή του τη ζωή αφενός σε μια λάθος ηθική αφετέρου στο κυνήγι ενός εν τέλει αθώου, αυτοκτονεί πέφτοντας στον Σηκουάνα. Ο Αγιάννης ήταν πια ελεύθερος.